- σπιτάκι
- το, Ν [σπίτι]μικρό σπίτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Diminutive — In language structure, a diminutive,[1] or diminutive form (abbreviated dim), is a formation of a word used to convey a slight degree of the root meaning, smallness of the object or quality named, encapsulation, intimacy, or endearment.[2][3] It… … Wikipedia
αγκωνούλα — η [αγκωνή] 1. (χαϊδευτ.) η αγκωνή* 2. μικρό σπίτι, σπιτάκι, «γωνίτσα» … Dictionary of Greek
καλιός — καλιός, ὁ (Α) 1. καλύβα, σπιτάκι 2. (για κότες) κλουβί 3. (κατά τον Ησύχ.) δεσμωτήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού καλιά*] … Dictionary of Greek
κουμάσι — (Κumasi). Πόλη (929.100 κάτ. το 2002) της Γκάνα, πρωτεύουσα της επαρχίας Ασάντι. Εκτείνεται σε λοφώδεις πεδιάδες ανάμεσα στους δύο βραχίονες του ποταμού Σουμπίν, σε απόσταση 220 χλμ. από τη θάλασσα. Αποτελεί εμπορικό και συγκοινωνιακό κόμβο μιας… … Dictionary of Greek
λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… … Dictionary of Greek
οικίδιον — οἰκίδιον, τὸ (ΑΜ) [οικία] μικρό σπίτι, σπιτάκι, οικίσκος αρχ. μικρός ξύλινος πύργος τον οποίο τοποθετούσαν στη ράχη τών ελεφάντων … Dictionary of Greek
οικίσκη — οἰκίσκη, ἡ (Α) [οίκος] (υποκορ. τού οικία) σπιτάκι … Dictionary of Greek
οικίσκος — ο (ΑΜ οἰκίσκος) [οίκος] (υποκορ. τού οίκος) μικρό σε μέγεθος σπίτι, μικρό οίκημα, σπιτάκι νεοελλ. ανεξάρτητο κτίσμα, παράρτημα μεγάλης οικοδομής, παράσπιτο («οικίσκος κηπουρού») αρχ. 1. μικρό δωμάτιο, θάλαμος 2. κλουβί στο οποίο εκτρέφονται ζώα 3 … Dictionary of Greek
οικισκάριον — οἰκισκάριον, τὸ (Μ) [οικίσκος] μικρό σπίτι, σπιτάκι … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek